Κασσίῳ

Κασσίῳ
Κάσσιος
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κασσίωι — Κασσίῳ , Κάσσιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СИРИЯ —    • Syrĭa,          η̉ Συρία, в Ветхом Завете Арам, в обширном смысле заключала в себе Ассирию, Месопотамию, Палестину и др., в тесном смысле означала страну, граничившую на западе с Палестиной, Финикией, Средиземным морем и Киликией, на севере… …   Реальный словарь классических древностей

  • συνεξανίστημι — Α [ἐξανίστημι] 1. διεγείρω ή εξεγείρω, ξεσηκώνω μαζί («ἀεὶ δὲ λυπεῑ τοὺς ἀκροωμένους, ἀνασοβῶν καὶ συνεξανιστὰς παρὰ γνώμην», Πλούτ.) 2. (μέσ. ή παθ.) συνεξανίσταμαι α) προσέρχομαι με κάποιον β) κάνω κάτι ή προετοιμάζομαι για κάτι ταυτοχρόνως με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”